- μπουγάς
- ο бык;бугай (обл )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουγάς — ο ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğa] … Dictionary of Greek
βουγάς — και μπουγάς, ο ένορχις, μη ευνουχισμένος ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğa. Για το β της λ. βουγάς αντί του μπ πρβλ. βόμβα] … Dictionary of Greek
ταύρος — ο 1. αρσενικό βόδι κατάλληλο για αναπαραγωγή, μπουγάς. 2. ως κύριο όνομα, Ταύρος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 3. βουνό της Μ. Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)