μπουγάς

μπουγάς
ο бык;
бугай (обл )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπουγάς" в других словарях:

  • μπουγάς — ο ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğa] …   Dictionary of Greek

  • βουγάς — και μπουγάς, ο ένορχις, μη ευνουχισμένος ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boğa. Για το β της λ. βουγάς αντί του μπ πρβλ. βόμβα] …   Dictionary of Greek

  • ταύρος — ο 1. αρσενικό βόδι κατάλληλο για αναπαραγωγή, μπουγάς. 2. ως κύριο όνομα, Ταύρος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 3. βουνό της Μ. Ασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»